- πολύδακρυς
- ο, η, ΝΜΑ1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ.β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.)2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος θρήνους, θρηνητικός (α. «χέουσα πολύδακρυν γόον κεκρυμμένον», Αισχύλ.β. «ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν», Ευρ.)3. (για πρόσ.) αυτός που κλαίει πολύ, που δακρύζει πολύ, ο πνιγμένος στα δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δάκρυ (πρβλ. βαρύ-δακρυς/ βαρυ-δάκρυος)].
Dictionary of Greek. 2013.